Του άρεσε να κοιτά έξω από το παράθυρο για ώρες. Κολλούσε το πρόσωπό του στο τζάμι για να θολώσει με την ανάσα του το νόημα της ζωής που προσπαθούσε με αγωνία να βρει. Όταν είχε κέφια μάλιστα ζωγράφιζε με το δάχτυλό του σχήματα ακαθόριστα παριστάνοντας τον χαρισματικό μάντη, που όλα τα έβλεπε και όλα τα ήξερε. Πίστευε πως παρατηρώντας τον κόσμο μέσα από αυτά κάποια άκρη θα έβγαζε. «Τόσοι άνθρωποι περνούν κάθε μέρα από μπροστά μου. Δεν μπορεί. Κάποιος θα το ‘χει βρει και θα μου το δείξει. Κι αν ακόμη δε μου το δείξει, ίσως βρω κάπου εκεί μέσα τον δικό μου Ματ».
Εκείνο το πρωί έβρεχε. Του δημιουργήθηκε λοιπόν η επιθυμία να ακουμπήσει με τη γλώσσα του τις σταγόνες για να δει τι γεύση έχουν. Μα πως, ήταν το τζάμι πάντα στο μέσο. Ανάμεσα σε αυτόν και τον έξω κόσμο. Η ασπίδα προστασίας του, αφού τίποτε δεν μπορούσε να τον βλάψει και τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Κάτι έπρεπε να κάνει όμως. Έπρεπε να δοκιμάσει έστω και μία μικρή σταγόνα για να ξεδιψάσει την περιέργειά του. «Θεέ μου! Θα το τολμήσω…». Αναρίγησε πνιγμένος μέσα σε ηδονή, φόβο και χαρά για την απόφασή του. «Πότε ήταν αλήθεια η τελευταία φορά που έζησα αυτό που ήθελα; Πότε βούτηξα στο είναι μου και πότε αναδύθηκα ελευθερωμένος από αυτό; Πάει καιρός… Γιατί; Θα το κάνω! Στ΄ αλήθεια αυτήν τη φορά. Δε θα λιγοψυχήσω αγγίζοντας το χερούλι της πόρτας».
Με μια βαθιά ανάσα αποφάσισε και μετακινήθηκε ένα βήμα από το παράθυρο. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε πίσω του και ο κόσμος απ΄ έξω μίκρυνε. Πόσο παράλογο! Όσο περισσότερο απομακρυνόταν από αυτόν, τόσο περισσότερο ερχόταν πιο κοντά του και τον άγγιζε. Ένα ακόμη βήμα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Μα αν συνεχίσω έτσι θα σπάσει σε χίλια κομμάτια. Η βροχή όμως με περιμένει. Περιμένει να μπει μέσα μου και να ξεπλύνει όλες τις θύμησες που άφησε φεύγοντας, όλα τα τυπογραφικά στίγματα από τα λόγια που δεν άφησε να πετάξουν. Θα πάω κι αν σπάσει θα τα μαζέψω ένα ένα και θα τα κολλήσω. Αν βραχούν όμως πώς θα μπορέσω να τα ενώσω;».
Έμεινε ακίνητος για μερικά λεπτά έχοντας ανάγκη να αφουγκραστεί τι θα ήθελε εκείνη. Εκείνη… που όταν τον έβλεπε τα μάτια της έλαμπαν. Η καρδιά της φτερούγιζε. Τα μέλη της μούδιαζαν. Έκλεινε τα μάτια και με ένα άγγιγμά του πετούσε ντυμένη στα λευκά πλάι στα πουλιά κοροϊδεύοντάς τα, αφού εκείνη δεν είχε καν φτερά. Ένα άγγιγμα στο μάγουλο και αρκούσε να είναι ευτυχισμένη. Ένα άγγιγμα στο μάγουλο και αρκούσε για να αλλάξει το βλέμμα του, για να γίνει όλος εκείνη.
«Θα πάω. Θα το ήθελε, το νιώθω». Ένα βήμα και ακόμη ένα τον έφτασαν μπροστά στην πόρτα. Πρώτη φόρα τόσο κοντά από τότε που έφυγε. Βίωνε τόσο έντονα την ανάμνηση, που αισθάνθηκε την αύρα της να τον χτυπάει δίνοντάς του κουράγιο στον ώμο. Χαμογέλασε, γιατί σκέφτηκε, πως το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι ένας μικρός αναγραμματισμός και ένα μικρό ρ και ο απών γίνεται αμέσως παρών. Άπλωσε το χέρι και αγκάλιασε με ολόκληρη τη χούφτα του το πόμολο. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και συγκατένευσε στη μηχανική του πράξη. Βρισκόταν στο σημείο που ήθελε καιρό τώρα. Και να σκεφτείς πως όλα ξεκίνησαν από μια μικρή ιδέα και επιθυμία.
Δεν έβαλε σακάκι. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Η στιγμή που έσπαγε τα δεσμά του ήταν τόσο απελευθερωτική που τίποτε δεν μπορούσε να την κατανικήσει. Κατέβηκε τόσο γρήγορα τις σκάλες που στραβοπάτησε και κόντεψε να φάει τα μούτρα του. Και τι θα γινόταν; Μήπως δεν τα ‘χε ξαναφάει; Ακόμα αυτά τα σημάδια πλήρωνε. Με το που έφτασε στην είσοδο του ξενοδοχείου κατάλαβε πως η βροχή πια ήταν τόσο δυνατή που μαστίγωνε με μανία τα δέντρα. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε και βγήκε έξω. Πόσο λυτρωτικό ήταν! Άρχισε να περπατά και να γελά σα μεθυσμένος από την ευτυχία, γιατί η βροχή δεν ήταν αλμυρή όπως νόμιζε, αλλά γλυκιά. Γλυκιά σαν το χαμόγελό της το βράδυ που την είδε για πρώτη φορά, σαν το πρώτο αμήχανο μειδίαμα που του ‘σκασε κλεφτά κοιτώντας τον αδιάφορα. Πόσο θα ήθελε να ήταν δίπλα του, να την πιάνει από το χέρι και να μπλέκουν τα δάκρυα τους. Να στέκονται κάτω από τη βροχή αγκαλιασμένοι και όλοι να τους περνάνε για τρελούς. Αυτό ήταν. Ζωή.
Καλό Σεπτέμβριο σε όλους και χαρούμενο εκκλησιαστικό έτος (για όσους ενδιαφέρονται)! Για τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες η Δευτέρα θα λειτουργεί σε ρυθμούς αυτόματου πιλότου, μιας που η αυτού μεγαλειότης μου προσπαθεί να γεμίσει τις μπαταρίες της από ελληνικές εικόνες. Η μουσική ενημέρωση θα συνεχίσει ακάθεκτη, τα λόγια όμως θα είναι λιγοστά. Σηκώστε την ένταση και πατήστε το play..
When you’re happy from a dream
Is it hard to work out what’s real
Is the real over there
More vivid than here ever feels
We could love, we could love you
If you need somebody to love you
While you’re looking for somebody to love